- ποάνθρακας
- ο, Νγεωλ. άλλη ονομασία τής τύρφης.[ΕΤΥΜΟΛ. < πόα + άνθρακας. Η λ., στον λόγιο τ. ποάνθραξ, μαρτυρείται από το 1882 στο Ημερολόγιο Νέων Ιδεών].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποχρωματισμός — Επεξεργασία των υγρών προϊόντων με στερεές ουσίες, κατάλληλες να τους προσδώσουν τις ιδιότητες που απαιτεί το εμπόριο. Ο α. είναι μία από τις διάφορες μορφές προσρόφησης και σε αυτή την περίπτωση αφαιρεί τις ανεπιθύμητες ουσίες που βρίσκονται… … Dictionary of Greek
τύρφη — Τύπος άνθρακα ο οποίος προέρχεται από την αργή εξαλλοίωση φυτικών τμημάτων, που συγκεντρώνονται σε τεράστιες μάζες, αποτελώντας ποανθρακωρυχεία ή τεναγώδη κοιτάσματα παλαιάς σύστασης. Η τ. εμφανίζεται με μορφή σπογγώδη και ινώδη και είναι ένα… … Dictionary of Greek